- ἐξείργαστο
- ἐξεργάζομαιwork outplup ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιτολή — η (AM ἐπιτολή) [επιτέλλω] ανατολή, εμφάνιση αστεριού στον ορίζοντα αρχ. μσν. εντολή, διαταγή αρχ. 1. η περίοδος κατά την οποία εμφανίζεται ένα αστέρι στον ουρανό («πᾱν ἐξείργαστο περὶ ἀρκτούρου ἐπιτολάς», Θουκ.) 2. η ανατολή ενός αστεριού αμέσως… … Dictionary of Greek